χαραγμή

χαραγμή
χαραγ-μή, ,
A loaf,

σιλιγνίων χ. PKlein.Form.986

(v/vi A. D.); written σιλικνίων χαρακμή ib.985 (v/vi A. D.).
2 water-channel, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαραγμή — και δ. γρφ. χαρακμή, ἡ, ΜΑ 1. καρβέλι, ψωμί 2. αγωγός νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ χαραγ / χαρακ τού χαράσσω* + κατάλ. μή (πρβλ. ῥωγ μή)] …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • χαρακμή — ἡ, ΜΑ βλ. χαραγμή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”